κεροπάνι

κεροπάνι
κερόπαν[ν]ο τό брезент;
клеёнка (материал)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κεροπάνι" в других словарях:

  • κεροπάνι — και κερόπανο, το βλ. κηρόπανο …   Dictionary of Greek

  • κεροπάνι — το τεμάχιο πανιού αλειμμένο με κερί, μουσαμάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηρόπανο — και κεροπάνι, το αδιάβροχο ύφασμα αλειμμένο με ύλη που περιέχει κερί, κηρωτό ύφασμα …   Dictionary of Greek

  • κερόπανο — το κεροπάνι, μουσαμάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»